αθεώρητος

αθεώρητος
η , ο [ος , ον ] неутверждённый; неподписанный; незавизированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αθεώρητος" в других словарях:

  • ἀθεώρητος — not seen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθεώρητος — η, ο (Α ἀθεώρητος, ον) [θεωρῶ] νεοελλ. αυτός που δεν έχει θεωρηθεί, ανεξέταστος, ανεπικύρωτος αρχ. 1. αθέατος, αόρατος 2. αυτός που δεν έχει μελετήσει ή εξετάσει κάτι, ο μη γνώστης σε κάτι 3. ο μη νοήμων …   Dictionary of Greek

  • αθεώρητος — η, ο αυτός που δε θεωρήθηκε, δεν πέρασε από κάποιον έλεγχο: Τα εντάλματα πληρωμής είναι ακόμη αθεώρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθεωρήτως — ἀθεώρητος not seen adverbial ἀθεώρητος not seen masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεώρητον — ἀθεώρητος not seen masc/fem acc sg ἀθεώρητος not seen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρητότατος — ἀθεώρητος not seen masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρήτοις — ἀθεώρητος not seen masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρήτου — ἀθεώρητος not seen masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρήτους — ἀθεώρητος not seen masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρήτων — ἀθεώρητος not seen masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρήτῳ — ἀθεώρητος not seen masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»